- έκφατος
- ἔκφατος, -ον (Α)Ι. αυτός που δεν μπορεί να εκφραστεί, ανέκφραστος, άφατοςII. επίρρ. ἐκφάντως1. με μεγάλη φωνή, φανερά, εκφραστικά, ρητώς, σαφώς2. ασεβώς, αρρήτως, κατά τρόπο που δεν μπορεί ή δεν πρέπει να λεχθεί («τὸ νυμφότιμον μέλος ἐκφάτως τίοντας», Αισχ.).
Dictionary of Greek. 2013.